κουβέβα

κουβέβα
η
βοτ. κοινή ονομασία τού αναρριχώμενου θάμνου Piper cubeba τού γένους πέπερι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cubebe < αρχ. γαλλ. cubebe < μσν. λατ. cubeba < αραβ. kubābah, kabābah].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”